ἱερόθυτος

ἱερόθυτος
ἱερόθυτος, ον (s. ἱερός, θύω; Pind., Fgm. 66 [OxfT=78 S-M.] refers to death for one’s homeland as ἱερόθυτος θάνατος; this is one of the earliest extant occurrences of the word; SIG 624, 43; 736, 23; PGM 4, 2899) devoted/sacrificed to a divinity, subst. τὸ ἱ. meat sacrificed to idols (Ps.-Aristot., Mirabilia 123 p. 824b, 1f; Plut., Mor. 729c ἐγεύοντο τῶν ἱεροθύτων) 1 Cor 10:28.—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιερόθυτος — ἱερόθυτος, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται σε θυσίες ή προέρχεται από θυσίες («ἱερόθυτος θάνατος», Πίνδ.) 2. ο αφιερωμένος σε θεό 3. αυτός που θυσιάστηκε για την πατρίδα ή για κάποιο ιερό σκοπό 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερόθυτα τα θύματα.… …   Dictionary of Greek

  • ἱερόθυτον — ἱερόθυτος devoted masc/fem acc sg ἱερόθυτος devoted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱρόθυτον — ἱερόθυτος devoted masc/fem acc sg ἱερόθυτος devoted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροθύτου — ἱερόθυτος devoted masc/fem/neut gen sg ἱεροθύτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροθύτων — ἱερόθυτος devoted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερόθυτα — ἱερόθυτος devoted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”